+30 210 6431387

Το Δικαίωμα Διαγραφής Προσωπικών Δεδομένων στις Εργασιακές Σχέσεις

Το δικαίωμα διαγραφής (ή «δικαίωμα στη λήθη») αποτελεί αντικείμενο συντονισμένης εποπτικής δράσης της ΕΕ για το 2025, με στόχο τη συστηματική αξιολόγηση της εφαρμογής του άρθρου 17 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ) ανακοίνωσε την 5η Μαρτίου 2025 την έναρξη συντονισμένης δράσης επιβολής (Coordinated Enforcement Framework – CEF 2025), με στόχο τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 17 από υπευθύνους επεξεργασίας σε διάφορους τομείς. Στη δράση συμμετέχουν 32 εποπτικές αρχές της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), η οποία σημείωσε ότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί αντικείμενο αυξημένων παραπόνων, αλλά και πηγή νομικής πολυπλοκότητας λόγω των σταθμίσεων που επιβάλλεται να πραγματοποιούνται κατά την άσκηση του.

Το δικαίωμα διαγραφής επηρεάζει μεταξύ άλλων τη λειτουργία των εργασιακών σχέσεων, η ικανοποίησή του δε, ιδίως σε περιπτώσεις επεξεργασίας μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων, απαιτεί συντονισμένο σχεδιασμό. Σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΓΚΠΔ, ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει τη διαγραφή των προσωπικών του δεδομένων όταν: α) αυτά δεν είναι πλέον απαραίτητα για τον σκοπό που συλλέχθηκαν, β) ανακαλείται η συγκατάθεση και δεν υπάρχει άλλη νομική βάση για την επεξεργασία, γ) τα δεδομένα έχουν υποστεί παράνομη επεξεργασία, δ) αντιτάσσεται στην επεξεργασία και δεν υφίστανται επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία και ε) η διαγραφή επιβάλλεται από τον νόμο.

Η άσκηση του δικαιώματος διαγραφής δεν είναι απόλυτη. Ο εργοδότης μπορεί ενδεικτικά να αρνηθεί τη διαγραφή, όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης (π.χ. τήρηση αρχείων για φορολογικούς λόγους), ή για την άσκηση νομικών αξιώσεων και όταν τα δεδομένα είναι απαραίτητα για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή για επιστημονική, ιστορική ή στατιστική έρευνα.

Μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, ο εργοδότης οφείλει να διαγράψει τα δεδομένα που δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς επεξεργασίας, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση του εργαζομένου. Ωστόσο, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να διατηρεί προσωπικά δεδομένα που αφορούν τη μισθοδοσία, την ασφάλιση, τη λύση της εργασιακής σχέσης κλπ για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Για τον προσδιορισμό του ως άνω διαστήματος εξετάζεται η ανάγκη συμμόρφωσης του εργοδότη με κανονιστικές υποχρεώσεις, τυχόν εκκρεμοδικίες/επικείμενες νομικές διεκδικήσεις καθώς και ο χρόνος παραγραφής των σχετικών εργασιακών αξιώσεων. Ενδεικτικά, το χρονικό διάστημα διατήρησης δεδομένων ετήσιας άδειας είναι 5 έτη, σε συμμόρφωση με τη διάταξη του άρ. 250 ΑΚ.

Αντίστοιχα τα δεδομένα από κάμερες ασφαλείας (CCTV) πρέπει να διαγράφονται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, συνήθως 15 ημερών, εκτός εάν πρόκειται για ιδιαίτερη κατηγορία υπεύθυνου επεξεργασίας (π.χ. πιστωτικά ιδρύματα) ή αν υπάρχει σοβαρός λόγος διατήρησής τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως η διερεύνηση εγκλήματος για την ανίχνευση του οποίου είναι αναγκαία η επεξεργασία δεδομένων που συλλέχθηκαν από CCTV.

Επιπλέον, σε περιπτώσεις εσωτερικών ερευνών π.χ. για ανάρμοστη συμπεριφορά εργαζομένου, παραβίαση εταιρικών πολιτικών/κώδικα δεοντολογίας, ο εργοδότης δικαιολογημένα μπορεί να διατηρήσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ή/και αργότερα, υπό την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.

Το δικαίωμα διαγραφής πρέπει να ικανοποιείται ολοκληρωτικά, δηλαδή ο εργοδότης οφείλει να διαγράψει τα δεδομένα από κάθε σύστημα αρχειοθέτησης, φυσικό ή ψηφιακό, συμπεριλαμβανομένων τυχόν back-ups. Επίσης, υποχρεούται να ενημερώσει έγκαιρα για τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τυχόν τρίτους που είναι εξουσιοδοτημένοι για την επεξεργασία.

Η άσκηση του δικαιώματος διαγραφής στις εργασιακές σχέσεις απαιτεί εξισορρόπηση μεταξύ της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων και των νόμιμων συμφερόντων του εργοδότη.  Η προστασία των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού (data protection by design and by default) και η εκπαίδευση του προσωπικού υιοθετώντας τις βέλτιστες πρακτικές συμβάλλουν στη διατήρηση ενός σύγχρονου εργασιακού περιβάλλοντος, προάγοντας παράλληλα την εταιρική υπευθυνότητα και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

el